υπεραστικός

υπεραστικός
η , ό[ν] междугородный;

λεωφορείο της υπεραστικης συγκοινωνίας — междугородный автобус;

υπεραστική τηλεφωνική επικοινωνία — междугородная телефонная связь


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπεραστικός" в других словарях:

  • υπεραστικός — ή, ό, Ν [αστικός] 1. αυτός που γίνεται ή εκτείνεται πέρα από την πόλη (α. «υπεραστικές συγκοινωνίες» β. «υπεραστικό τηλεφώνημα») 2. το ουδ. ως ουσ. το υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί δρομολόγια έξω από το αστικό δίκτυο …   Dictionary of Greek

  • υπεραστικός — ή, ό 1. αυτός που είναι ή γίνεται πέρα από την περιοχή της πόλης (άστεως): Υπεραστική τηλεφωνική συνδιάλεξη. 2. το ουδ. ως ουσ., υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί υπεραστικά δρομολόγια με άλλες πόλεις (πρβλ. αστικό): Δε θα πάρω το τρένο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»